- δεχομένη
- δέχομαιtakepres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δεχομένῃ — δέχομαι take pres part mp fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
въмѣщати — ВЪМѢЩА|ТИ (14), Ю, ѤТЬ гл. 1. Заключать что л. во что л. или в чем л.: [о боге] и лакътьныими дъсками. никде же въмѣстимаго въмѣщати. (περικλείειν) ЖФСт XII, 104 об.; въ ст҃а˫а ст҃хъ вмѣща˫а. (χωροῦσα) ГБ XIV, 94г. 2. Переходить, перемещаться:… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
θύσκη — θύσκη, ἡ (Α) [θύος] (κατά το Μ. Ε.) «σκάφη ἡ τά θύματα δεχόμενη άπό τοῡ θύω» … Dictionary of Greek
παραμύθι — Λαϊκή διήγηση στην οποία προέχει το θαυμαστό και το φανταστικό και που έχει για πρωταγωνιστές όντα υπεράνθρωπα, νεράιδες, στρίγκλες, μάγους, δράκους, γίγαντες και, οπωσδήποτε, πρόσωπα ικανά, μέσω μαγικών αντικειμένων ή προσωπικής δύναμης, για… … Dictionary of Greek
τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… … Dictionary of Greek